- κεφαλίδες
- κεφαλίςlittle headfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
γναφάλιο — (gnaphalium).Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Το γένος αυτό αριθμεί 120 είδη, που φύονται σε όλη σχεδόν την υδρόγειο. Είναι πόα με φύλλα χνουδωτά με γκριζοπράσινο χρώμα και άνθη που σχηματίζουν πυκνά κεφάλια. Τα σπουδαιότερα είδη γ.… … Dictionary of Greek